- ελίσσω
- και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττωΑ και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω)1. περιστρέφω, περιτυλίσσω2. ελίσσομαια) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούςβ) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαινεοελλ.ελίσσομαι1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και στις ενέργειές μου, δεν συμπεριφέρομαι με απόλυτη σταθερότητα ή ακαμψία2. (για στρατ. μονάδα) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούςαρχ.1. στρέφω γύρω από κάτι, κάμπτω2. κυλώ, περιστρέφω3. οδηγώ με ελιγμούς4. χορεύω5. σκέφτομαι6. στρέφομαι προς τα πίσω7. (για ποτάμι) περιστρέφομαι8. περιφέρομαι9. ασχολούμαι συνεχώς με κάτι10. στριφογυρίζω στον χορό.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελίσσω, ιων. ειλίσσω < ειλέω*, αποτελεί μετονοματικό τύπο τής λέξεως ἕλιξ*.ΠΑΡ. ελίγδην, έλιγμα, ελιγμός, ελικτόςαρχ.ελικτήραρχ.-μσν.έλιξις.ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιελίσσω, απελίσσω, διεξελίσσω, ενελίσσω, επιπεριελίσσω, εφελίσσω, καθελίσσω, προκατελίσσω, προπεριελίσσω, προσεξελίσσω, υπελίσσω, υπερελίσσωνεοελλ.περιελίσσω, ανελίσσω, εξελίσσω].
Dictionary of Greek. 2013.